ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΑΓΡΙΩΝ ΖΩΩΝ --(ΑΓΡΙΟΛΟΓΙΟ)

ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΡΙΑ ΖΩΗ ΣΤΑ ΒΑΘΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΑΓΡΙΑ ΖΩΑ
.......................................................................................
Ένας λυπημένος κροκόδειλος με δάκρια αληθινά σε ημερολογιακές ασκήσεις χαρακτήρος
.......................................................................................
Ένα χαιρέκακο και θλιβερό κουνάβι, ένας φιλήσυχος πολίτης
.......................................................................................
Μια γενναία γάτα, μια νευρική μαμά ζει κι ακροβατεί στις ταράτσες με¨Ελβις, κρεμαστούς κήπους, επιστήμη και φιλοσοφία
........................................................................................
Ένας σκύλος αδέσποτος ανήσυχος και δυνατός για όλα, μια ελεύθερη καρδιά περιχαρακωμένη στη θλίψη
........................................................................................
Και το φίδι: Η Σοφία, η φλέβα της Γης, η παντοδυναμία της πέτρας, το μέσα φως που κουλουριάζεται και εξωθείται ανεξέλεγκτο και τυφλό απ' την αρχή του Κόσμου -η Προστασία, το φαρμάκι και το γιατρικό του Νου
..............................................
..........................................

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

σελ.57 ((από το ημερολόγιο ενός κροκόδειλου))













Κροκόδειλος,, ημέρα12,  ξημερολόγιο






Η ελπίδα.. αυτή φταίει, σου το ορκίζομαι  πολυαγαπημένο μου ξημερολόγιο.

 Αυτή είναι ο πραγματικός εχθρός μου, αν δεν υπήρχε αυτή, δε θα πονούσα.
  Ο καταραμένος ζωντανός εχθρός μου.
Η ελπίδα είναι η τιμωρία μου.

 Ασταμάτητη αέναη
Στολίζει με τα μάταια λουλούδια της τα μακριά μαλλιά μου

 Κι ενώ πεθαίνει πνιγμένη στα δάκρυα για βράδια απανωτά  πάει και βγαίνει από τον τάφο σαν να μη συμβαίνει τίποτα ακόμη μια φορά  μόνο για να με ξαναπλακώσει στο ξύλο.
Η πουτάνα η ελπίδα..
 Σαν ιδέα ξεκινά που ριζώνει στο κεφάλι απ’ το πουθενά κρεμασμένη απ’ το τίποτα.

Ξυπνάω για πολλοστή φορά μεσα τη λάσπη μου ώσπου μια μέρα ένα σημάδι κατακόκκινο ξεκινά σαν τελεία ανάμεσα στα μάτια μου.  Σε λίγη ώρα έχει εξαπλωθεί σαν κηλίδα ματώνοντας ολόκληρο το εσωτερικό του κεφαλιού μου με χαρούμενο αίμα, γρήγορο  και υγειές
Νοιώθω πιο ζεστός και ευδιάθετος, το σώμα μου την καλωσορίζει με χίλιες δυό δικαιολογίες και πάλι και ξανά, όσο τραβήξει κι όπου πάει..

Και μετά αφήνομαι,
Για μήνες, για εβδομάδες,, ανάλογα.
Και πάντα σε μια στιγμή, η ίδια παλιά αρρώστια ανεβαίνει με μορφή ανατριχίλας απ’ την ουρά ως το σβέρκο.

Αλοίμονο τίποτα μα τ
ίποτα δεν άλλαξε, όλα είναι στάσιμα όσο η λάσπη γύρω μου,,
όλα καφέ όσο η λάσπη γύρω μου, όλα τόσο καφέ

Η καταγραφή των σκέψεων μου πάνω στην ψύχωση μου για την απέναντι όχθηβρίσκω ώρες-ώρες πως σε τίποτα δεν μπορεί να βοηθήσει στην ίαση μου, καλό μου ξημερολόγιο. Αντίθετα μπορεί να την χειροτερέψει. Στο φινάλε η απέναντι όχθη μπορεί να περιμένει-αν δεν έχει χαθεί προ πολλού...

 Είμαι εθισμένος στην ελπίδα σαν πρεζάκι, χωμένος ως το λαιμό στο παραμύθι της.

Είμαι ακόμη πεπεισμένος πως αν η ελπίδα έλειπε θα είχα απαλλαγεί μια και καλή απ’ τον πόνο. Ποιός θνητός δεν θα το ονειρεύονταν; Ποιός μπλεγμένος στα βρύα και τα σαπρόφυτα δεν θα διάλεγε μια υποτιθέμενη λιακάδα ασφαλή και κλειδωμένη στο κεφάλι του;

Λίγο πιο ψηλά απ’ το φόβο μου, η λιακάδα της ελπίδας μου
Λίγο πιο ψηλά απ’ το φόβο μου, η λιακάδα της ελπίδας μου

Πως θα φτάσω εκεί να την σκοτώσω πριν αρχίσει πάλι τα σαγηνευτικά της ψέματα;