Σκύλος,, ημέρα16
Ημερολογιάρα μου να με χαίρεσαι! Εδώ είμαι ρε συ, στον ήλιο και σου γράφω
από κάτω!
Η παλιοπλατεία με τους ήλιους γίνεται μια κούκλα να ξέρεις και δε σε νοιάζει καν η λέρα της -ούτε κι εμένα μ’ ένοιαξε ποτέ δηλαδή η λέρα- οπότε αράζω και κοζάρω ό,τι μου γουστάρει, κάνω χαρές στα συντρόφια μου χοροπηδηχτός κι ωραίος και με καμαρώνει η φύση και τα δέντρα, ακόμα και τα περιστέρια που κυνηγάω κανονικά, αλλά τώρα άστα.
Καρφί δε μου καίγεται. Ροβολάω ανάλαφρος ξανά στα πλακόστρωτα κι όλοι θέλουν να με χαϊδέψουν, να με ρωτήσουν τι καλό σκυλάκι είμαι ‘γω και να φωνάξουν το όνομα μου. Τους αγαπάω όλους ξανά και ξανά, ακόμη κι αυτούς που βλέπω για πρώτη φορά ή μου μιλάνε για να ρίξουν γκόμενα.
Η παλιοπλατεία με τους ήλιους γίνεται μια κούκλα να ξέρεις και δε σε νοιάζει καν η λέρα της -ούτε κι εμένα μ’ ένοιαξε ποτέ δηλαδή η λέρα- οπότε αράζω και κοζάρω ό,τι μου γουστάρει, κάνω χαρές στα συντρόφια μου χοροπηδηχτός κι ωραίος και με καμαρώνει η φύση και τα δέντρα, ακόμα και τα περιστέρια που κυνηγάω κανονικά, αλλά τώρα άστα.
Καρφί δε μου καίγεται. Ροβολάω ανάλαφρος ξανά στα πλακόστρωτα κι όλοι θέλουν να με χαϊδέψουν, να με ρωτήσουν τι καλό σκυλάκι είμαι ‘γω και να φωνάξουν το όνομα μου. Τους αγαπάω όλους ξανά και ξανά, ακόμη κι αυτούς που βλέπω για πρώτη φορά ή μου μιλάνε για να ρίξουν γκόμενα.
Η ζωή θα είναι πάντα ωραία μέχρι να ξαναγίνει αβίωτη καλό μου εξομολογητήρι
και κάτι μέρες απάλευτες να που ξημέρωσαν απροειδοποίητα χαρά, ενώ εγώ έμεινα
έκπληκτος ακόμα μια φορά απ’ τη γρηγοράδα της Άνοιξης.
Και γέμισε πάλι φως απ’το πουθενά η ζωή η σκυλίσια μου και σκέφτηκα συνοφρυωμένος με τη γλώσσα εντελώς έξω σα χαμόγελο, πως τελικά πάντα θα χρειάζεται μια γάτα για να σε βγάλει απ’ την κρυάδα του Χειμώνα και να σε βάλει να κάνεις μπάνια απανωτά μέχρι να ξασπρίσεις ολότελα ο μαύρος, μέχρι να ξεφλουδίσεις το παλιό το δέρμα σου ως τα νύχια, μέχρι να ξεπλυθεί ο παγωμένος τρόπος τους από τη γούνα σου σου, να καθαρίσεις και να αστράψεις ξανά, ακόμη και να χτενίσεις τα φρύδια σου ο σκύλος!
Και γέμισε πάλι φως απ’το πουθενά η ζωή η σκυλίσια μου και σκέφτηκα συνοφρυωμένος με τη γλώσσα εντελώς έξω σα χαμόγελο, πως τελικά πάντα θα χρειάζεται μια γάτα για να σε βγάλει απ’ την κρυάδα του Χειμώνα και να σε βάλει να κάνεις μπάνια απανωτά μέχρι να ξασπρίσεις ολότελα ο μαύρος, μέχρι να ξεφλουδίσεις το παλιό το δέρμα σου ως τα νύχια, μέχρι να ξεπλυθεί ο παγωμένος τρόπος τους από τη γούνα σου σου, να καθαρίσεις και να αστράψεις ξανά, ακόμη και να χτενίσεις τα φρύδια σου ο σκύλος!
Γιατί
η άλλη πλευρά σου που λερώθηκε,
η άλλη πλευρά σου, που πρέπει να ‘ρθει στο φως και να τη γιάνει ο ήλιος, είναι η ΑΛΛΗ σου πλευρά, η μέσα σου, αυτή με το ωραίο αίμα.
Αυτή την πλευρά, την κατακόκκινη, τη μοναδικά ζεστή απ’ τα παλλόμενα σπλάχνα σου που τους τρομάζει, αυτή που λέρωσαν, αυτή που πρόδωσαν, αυτή που πάτησαν κάτω, αυτή που ξέσκισαν τα κτήνη οι άνθρωποι, αυτή να βγάλεις στο φως ρε σκύλε, αυτή να γιατρέψεις κι αυτή να στρέψεις ξανά κατά πάνω τους.
η άλλη πλευρά σου, που πρέπει να ‘ρθει στο φως και να τη γιάνει ο ήλιος, είναι η ΑΛΛΗ σου πλευρά, η μέσα σου, αυτή με το ωραίο αίμα.
Αυτή την πλευρά, την κατακόκκινη, τη μοναδικά ζεστή απ’ τα παλλόμενα σπλάχνα σου που τους τρομάζει, αυτή που λέρωσαν, αυτή που πρόδωσαν, αυτή που πάτησαν κάτω, αυτή που ξέσκισαν τα κτήνη οι άνθρωποι, αυτή να βγάλεις στο φως ρε σκύλε, αυτή να γιατρέψεις κι αυτή να στρέψεις ξανά κατά πάνω τους.
Πίσω
λέρες, ΕΜΠΡΟΣ ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ